μοσχαρήσιος

From LSJ
Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

και μοσκαρήσιος, -α, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μοσχάρι ή που προέρχεται από το μοσχάρι («μοσχαρήσια μπριζόλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάρι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. αρν-ήσιος, γελαδ-ήσιος)].