λανάρα

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

η
1. το λανάρι
2. η λαναριστική μηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λανάρι, κατά τα μεγεθ. σε -άρα].