χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
λάσται: «πόρναι» Ἡσύχ.
λάσται (Α)(κατά τον Ησύχ.) «πόρναι».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρ. las- «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τους τ. λιλαίομαι, λάσθη.