ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh
λαχανοκομῶ, -έω (Μ)καλλιεργώ λάχανα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + -κομῶ (< κόμος), πρβλ. ιππο-κομώ].