λάτρης

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443

German (Pape)

[Seite 18] ὁ, = λάτρις, zw., s. λάτρον.

Greek Monolingual

ο, θηλ. λάτρις και λάτρισσα (AM λάτρης, ὁ και λάτρις, ό, ή)
αυτός που τιμά, που λατρεύει, που υπηρετεί τον θεό ή αγαπά κάτι σαν θεό, λατρευτής
νεοελλ.-μσν.
αυτός που υπεραγαπά, που λατρεύει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα (α. «λάτρης του ωραίου» β. «λάτρης του χρήματος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάτρον ή κατ' απόσπαση από σύνθετα σε -λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης)].