λειεντερία

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειεντερία Medium diacritics: λειεντερία Low diacritics: λειεντερία Capitals: ΛΕΙΕΝΤΕΡΙΑ
Transliteration A: leientería Transliteration B: leienteria Transliteration C: leienteria Beta Code: leienteri/a

English (LSJ)

ἡ, (λεῖος, ἔντερον)

   A passing one's food undigested, Hp. Aër.10 (pl.), Aph.3.22 (pl.), Gal.7.327, al.

German (Pape)

[Seite 23] ἡ, dünner, flüssiger Stuhlgang, eigtl. die Glätte der Eingeweide, welche die Speisen unverdaut durchläßt, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

λειεντερία: ἡ, (λεῖος, ἔντερον) ἡ νόσος καθ’ ἣν διέρχεται ἡ τροφὴ τὰ ἔντερα ἄπεπτος, laevitas intestinorum (Κέλσος 2. 7, 8,) Ἱππ. Ἀφ. 1248, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α λειεντερία)
μορφή διάρροιας κατά την οποία αποβάλλονται ημιάπεπτες τροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -εντερία (< -έντερος < ἔντερον)].