λασίμηλον
From LSJ
οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
German (Pape)
[Seite 17] τό, der Rauchapfel, eine Quittenart mit wolliger Oberfläche, richtiger λασιόμηλον.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰσίμηλον: τό, μῆλον δασύ, δηλ. ἔχον χνοῦν, ἴσως τὸ ῥοδάκινον, πιθ. γραφ. παρὰ τῷ Ἀντιγρ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 82Β· λασιόμᾱλον «μῆλον τὸ ἔχον χνοῦν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λασίμηλον, τὸ (Α)
πιθ. το ροδάκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + μῆλον.