ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lamiaceae < αγγλ. lamium (< λατ. lamium < λάμια) + κατάλ. -acae].