λέξημα

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

το
(όρος της δομικής σημασιολογίας) λεξιλογική μονάδα περιεχομένου (σημασίας) που δηλώνεται μονολεκτικά (σπίτι, γράφω, ψηλός) ή περιφραστικά (εν τάξει, τήν πάτησε, όσο να πεις κύμινο) από το σύστημα μιας γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lexeme].