λεπτοκοκκώδης

Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ες λεπτόκοκκος
1. αυτός που αποτελείται από λεπτούς κόκκους
2. φρ. (πετρογρ.)λεπτοκοκκώδης ιστός» — όρος που περιγράφει το σχετικό μέγεθος τών κόκκων στα εκρηξιγενή πετρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτόκοκκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Ζ. Ι. Στεφανόπουλο, στην εφημερίδα Ακρόπολις].