λεβεντάνθρωπος

From LSJ
Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

και λεβεντάθρωπος, ο
1. άνδρας με παράστημα, εμφάνιση και τρόπους λεβέντη
2. άνδρας αρχοντικός στη συμπεριφορά και στις διαθέσεις
3. άνδρας γενναιόδωρος.