λεοντόβασις
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
εως, ἡ,
A base in form of a lion, IG22.1425.349, 381, 1544.64 (pl.), Roussel Cultes Egyptiens p.220, Michel832.45 (Samos).
Greek Monolingual
λεοντόβασις, ἡ (Α)
βάση που έχει σχήμα λιονταριού ή ποδιού λιονταριού.