λευκάνθεμο
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
Greek Monolingual
το (Α λευκάνθεμον) βοτ.
ονομασία διαφόρων φυτικών ειδών του αρχαίου γένους ανθεμίς, που, σύμφωνα με τη σημερινή κατάταξη, ανήκουν στην οικογένεια σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἄνθεμον «άνθος»].