λιγάνταρ
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
εἶδος τέττιγος (Lacon.), Hsch. λιγγούριον,
A v. λυγκούριον.
Greek (Liddell-Scott)
λιγάνταρ: «εἶδος τέτιγγος. Λάκωνες» Ἡσύχ.