λεπιδόπτερα

From LSJ
Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source

Greek Monolingual

τα
ζωολ. τάξη εντόμων, η δεύτερη σε αριθμό ειδών μετά τα κολεόπτερα, στην οποία ανήκουν οι «ψυχές», δηλ. οι πεταλούδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lepidoptere < lepido- (< λεπίς, -ίδος) + ptere (< πτερόν). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].