λιθίαση
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
Greek Monolingual
η (AM λιθίασις, -εως Α ιων. γεν. -ιος) λιθιώ
νεοελλ.
ιατρ. ο σχηματισμός λίθων σε διάφορα κοίλα όργανα του σώματος
μσν.-αρχ.
νόσος της ουροδόχου κύστεως κατά την οποία σχηματίζεται πέτρα, με αποτέλεσμα την παρακώλυση της έκκρισης ούρων
αρχ.
τύλωμα του εσωτερικού τών βλεφάρων.