παρακώλυση
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
η
η ενέργεια του παρακωλύω, η παρεμβολή κωλύματος, εμποδίου στην πραγματοποίηση ενός έργου ή σχεδίου, παρεμπόδιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακωλύω. Η λ., στον λόγιο τ. παρακώλυσις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Αιών].