Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
ληιστής: -οῦ, ὁ, = τῷ Ἀττ. λῃστής, Ὁμ. Ὕμ. 6. 7, Ἡρόδ. 6. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 3044Α. 20.
ληϊστής, o (Α)
(αττ. τ.) βλ. ληστής.