λιμνόδρομος
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
Greek Monolingual
(I)
ο
ζωολ. γένος πτηνών τών ακτών που ανήκει στην οικογένεια scolopacidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limno-dromus < limno- (< λίμνη) + -dromus (< δρόμος)].———————— (II)
λιμνόδρομος, ὁ (Α)
πλους σε λίμνη («λιμνόδρομος πλοίοις», Ιω. Χρυσ.).