λικροί
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
οἱ ὔζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Hsch. (also λεκροί Id.). λίκτης, ου, ὁ, (λείχω)
A one that licks, Gloss. (better λείκτης).
Greek (Liddell-Scott)
λικροί: οἱ, οἱ ὄζοι, ἤτοι κλάδοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λικροί και λεκροί (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. λέχριος].