λιχνότης
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Full diacritics: λιχνότης | Medium diacritics: λιχνότης | Low diacritics: λιχνότης | Capitals: ΛΙΧΝΟΤΗΣ |
Transliteration A: lichnótēs | Transliteration B: lichnotēs | Transliteration C: lichnotis | Beta Code: lixno/ths |
ητος, ἡ,
A = λιχνεία, Sch.Ar.Av.1690.
λιχνότης: -ητος, ἡ, = λιχνεία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1690.
λιχνότης, ἡ (Α) λίχνος
η ιδιότητα του λίχνου, λαιμαργία, απληστία, λιχνεία.