λυκοειδής
From LSJ
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
English (LSJ)
ές,
A wolf-like, Eust. 856.51. II = λυκαυγής, Poet. ap. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκοειδής: -ές, ὅμοιος λύκῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ. ΙΙ. = λυκαυγής, «διάλευκος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ές (Α λυκοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λύκο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «λυκαυγής», ανάμικτος ή διακοσμημένος με λευκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -ειδής].