λυκαιχλίας
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
ὁ λυκόβροτος, Hsch. (fort. λυκόβρωτος, cf. αἶκλον).
Greek Monolingual
λυκαιχλίας (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λυκόβροτος».