λόρδων

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόρδων Medium diacritics: λόρδων Low diacritics: λόρδων Capitals: ΛΟΡΔΩΝ
Transliteration A: lórdōn Transliteration B: lordōn Transliteration C: lordon Beta Code: lo/rdwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A the demon of impure λόρδωσις (cf. λορδόω sub fin.), cf. Κύβδασος (from κύβδα), Pl. Com.174.17.

Greek (Liddell-Scott)

λόρδων: -ωνος, ὁ, ὁ δαίμων τῆς αἰσχρᾶς λορδώσεως, πρβλ. Κύβδασος (ἐκ τοῦ κύβδα), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 17.

Greek Monolingual

λόρδων, -ωνος, ὁ (Α) λορδός
ως κύριο όν. (με αισχρή σημ.) ὁ Λόρδων
ο θεός της σκόπιμης λόρδωσης, της ώθησης τή λεκάνης προς τα εμπρός για συνουσία.