μαζοποιός

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαζοποιός Medium diacritics: μαζοποιός Low diacritics: μαζοποιός Capitals: ΜΑΖΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: mazopoiós Transliteration B: mazopoios Transliteration C: mazopoios Beta Code: mazopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A making barley-bread, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μαζοποιός: -όν, κατασκευάζων μᾶζαν, ἄρτον κρίθινον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α μαζοποιός)
νεοελλ.
στρατιώτης που ζυμώνει ψωμιά
αρχ.
αυτός που παρασκευάζει κριθαρένιο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + -ποιός (< ποιῶ)].