μαζῶ, -άω (Α) 1. ζυμώνω κριθαρένια ψωμιά ή πίτες από κριθαρένιο αλεύρι 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μαζῶντες τρυφῶντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα (πρβλ. κριθάω)].