λωβώ
From LSJ
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
(I)
λωβῶ, -όω (AM) λώβα
μσν.
μέσ. λωβοῡμαι, -όομαι
προσβάλλομαι από λέπρα ή είμαι λεπρός
αρχ.
(για τη λέπρα) ακρωτηριάζω.———————— (II)
λωβῶ, -άω και -έω (Α)
βλ. λωβῶμαι.