μαραντικός
From LSJ
τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires
English (LSJ)
ή, όν,
A wasting away, πόθος Sch.rec.A. Pers.59. II withered, γέρων Phryn.PSp.57 B.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰραντικός: -ή, -όν, ὁ μαραίνων, πόθος Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 59. II. μεμαραμμένος, κατάξηρος, κατεσκληκώς, γέρων Α. Β. 32.
Greek Monolingual
μαραντικός, -ή, -όν (Α) μαραίνω
1. αυτός που μαραίνει, που εξασθενίζει
2. μαραμένος, αδύνατος («γέρων ῥυσὸς καὶ μαραντικός», Φρύν.).