μαξιλαροθήκη
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
η
το υφασμάτινο εξωτερικό περίβλημα του μαξιλαριού, η θήκη του μαξιλαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάρι + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].