μαντρώνω

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

1. μαντρίζω, κλείνω ζώα σε μαντρί
2. περιβάλλω έναν χώρο με μαντρότοιχο
3. περιορίζω κάποιον σε κλειστό χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα ή μαντρί].