μαρμελάδα
From LSJ
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
η
(τροφ. τεχνολ.) πολτός από βρασμένα φρούτα και ζάχαρη ή μέλι («μαρμελάδα ροδάκινο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. marmelade < πορτογαλ. marmelada < λατ. melimēlum < μελίμηλον.