χειμών
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (χεῖμα)
A winter, χειμῶνος δυσθαλπέος ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν Il.17.549; χειμῶνι in winter, 21.283; ἐν χειμῶνι Pi.I.2.42, A.Ag.969, X.Mem.4.3.8; ἐν τῷ χ. Id.Cyr.8.8.17; χειμῶνος ὥρᾳ And.1.137; also χειμῶνος in winter-time, X.Mem.3.8.9, Pl.R. 415e; χ. μέσου in mid-winter, Ar.Fr.569.1; τοῦ χ. in the course of the winter, Th.7.31; τοῦ αὐτοῦ χ. Id.8.30; διὰ χειμῶνος, διὰ τοῦ χ., Pl. Ti.74c, X.HG3.2.9; χειμῶνα during winter, S.OT1138 (v.l. χειμῶνι) ; τὸν χ. during the winter, Hdt.3.117, X.HG1.4.1; τὸν δεινὸν χ. Id.An. 7.6.9; τὸν χ. ὅλον Ar.Fr.345; ὁ ἀμφὶ τὸν χ. χρόνος X.Cyr.8.6.22; ὄρος ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος in consequence of the cold weather, Hdt.8.138, cf. Th.2.101: pl., νιφοστιβεῖς χειμῶνες S.Aj.671; opp. καύματα, Pl.Lg.829b; ἀμυντικὴ χειμώνων Id.Plt.280e. 2 the wintry quarter of the heavens, the north, Βορέης καὶ χ. Hdt.2.26. II wintry, stormy weather: generally, storm, ἐπεὶ οὖν χειμῶνα φύγον καὶ ἀθέσφατον ὄμβρον Il.3.4; οὐ νιφετὸς οὔτ' ἂρ χ. πολὺς οὔτε ποτ' ὄμβρος Od.4.566; ὅτε τις χ. ἔκπαγλος ὄροιτο 14.522; ὀπωρινὸν ὄμβρον καὶ χειμῶν' ἐπιόντα Hes.Op.675, cf. Alc.18, Sapph.Supp.11.6, etc.; Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος Pi.I.7(6).39; θεὸς χειμῶν' ὦρσε A.Pers.496, cf. Ag.649, 656, S.Aj.1145, etc.; χ. ὀρνιθίας Ar.Ach.876; χ. κατερράγη Hdt.1.87; ἐπέπεσέ σφι χ. τε μέγας καὶ πολλὸς ἄνεμος Id.7.188, cf. Pl.Prt.344d; ἐπιγενόμενος χ. Hdt.7.34, Th.4.6; χειμῶνι χρησάμενοι Antipho 5.21; χ. νοτερός a storm of rain, Th.3.21; ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν X.HG2.4.14: pl., ὑπὸ τῶν χ. because of the winter-storms, Hdt.4.62; ἔν γε χειμῶσιν καὶ ἐν εὐδίαις Pl.Lg. 961e, cf. 919a. 2 metaph., θεόσσυτος χ. storm of calamity sent by the gods, A.Pr.643; χ. καὶ κακῶν τρικυμία ib.1015, cf. Ch.202 (pl.), 1066 (anap.); δορὸς . . ἐν χειμῶνι in the storm of battle, S.Ant. 670; θολερῷ . . χ. νοσήσας, of the madness of Ajax, Id.Aj.207 (anap.); χ. γήρως βαρύς, of life's winter, AP10.100 (Antiphan.); of a person, χ. ὁ μειρακίσκος ἐστὶ τοῖς φίλοις Alex.178.7, cf. 46.4; χ. κατ' οἴκους . . κακὴ γυνή Men.Mon.540: rare in Prose, of battle, Onos. 32.10; of mental and moral trouble, Epicur.Ep.3p.62U., Polystr.p.19W.; χ. τοῦ κλύδωνος χαλεπώτερος, of pirates, Them.Or.23.286a: pl., χειμῶνας ἔχειν to have trouble (in cutting teeth), Hp.Dent.12.