μαρτυρόφρων, -ονος, -ὁ, ἡ (Μ)αυτός που είναι έτοιμος να υποστεί μαρτύρια για την πίστη του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυρας + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. αλλό-φρων].