μαρτυρόφρων

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

μαρτυρόφρων, -ονος, -ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που είναι έτοιμος να υποστεί μαρτύρια για την πίστη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυρας + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. αλλόφρων].