μασκαρατζίκος

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

ο
1. άνθρωπος που κάνει μικροαπατεωνίες
2. (θωπευτικά) πονηρούλης, καταφερτζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μασκαράς (II) + κατάλ. -τζίκος].