καταφερτζής
From LSJ
Greek Monolingual
ὁ
θηλ. καταφερτζού
αυτός που επιδιώκει κάτι και το επιτυγχάνει με οποιοδήποτε μέσο, επιτήδειος, επιδέξιος, καπάτσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταφερ- του καταφέρνω (πρβλ. αόρ. κατάφερ-α) + κατάλ. -τζής / -τζού (πρβλ. γκαφατζής, κουλουρτζής)].