μασκαράς

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

(I)
ο (Μ μασκαράς)
μεταμφιεσμένος της αποκριάς, προσωπιδοφόρος·
νεοελλ.
ντυμένος ή βαμμένος με γελοίο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. mascara].
(II)
ο
άνθρωπος ανήθικος και πονηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maskara < αραβ. maschara].