μασκαρατζίκος
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
ο
1. άνθρωπος που κάνει μικροαπατεωνίες
2. (θωπευτικά) πονηρούλης, καταφερτζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μασκαράς (II) + κατάλ. -τζίκος].