μαξιλαράκι

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

το
1. μικρό μαξιλάρι, μικρό προσκεφάλι κρεβατιού
2. μικρό μαξιλάρι πολυθρόνας που χρησιμεύει ως διακοσμητικό στοιχείο ή ως αναπαυτικό στήριγμα τών νώτων
3. πολύ μικρό μαξιλάρι που χρησιμοποιείται από τους ράπτες και τις ράπτριες για να καρφώνουν επάνω του τις καρφίτσες.