μαντρίζω

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end

Source

Greek Monolingual

(Μ μανδρίζω και μανδριάζω)
βάζω σε μάντρα, κλείνω ζώα σε μαντρί
νεοελλ.
1. περιορίζω κάποιον σε έναν χώρο
2. κλείνω μοναχό σε μοναστήρι
3. περιβάλλω έναν χώρο με μάντρα
μσν.
μέσ. μανδρίζομαι
καταυλίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα ή μαντρί].