ματαιοπώγων

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A having a beard in vain, Sch.Theoc.14.28.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοπώγων: ὁ, ὁ μάτην ἔχων πώγωνα, Σχόλ. εἰς Θεόκριτ. 14. 28.

Greek Monolingual

ματαιοπώγων, -ονος, ὁ (Α)
αυτός για τον οποίο δεν ενδιαφέρομαι αν θα μεγαλώσει και θα βγάλει γένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. ασπρο-πώγων)].