διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
μάτιν, τὸ (Μ)
ιμάτιο, ένδυμα, ρούχο («κουντῶ τὸν συψωμήτην μου, σύρνω τον ἐκ τὸ μάτιν», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτι(ο)ν, με αποβολή του αρκτικού άτονου -ι-].