μεγαλοαστός
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
Greek Monolingual
ο, θηλ. μεγαλοαστή
αυτός που ανήκει στα ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλ(ο)- + αστός. Η λ., στον πληθ. μεγαλοαστοί, μαρτυρείται από το 1867 στον Ιω. Καρασούτσα].