μαντινάδα

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270

Greek Monolingual

και ματινάδα, η
1. πρωινό ερωτικό τραγούδι
2. (στην Κρήτη) δίστιχο ομοιοκατάληκτο, συνήθως αυτοσχέδιο, που τραγουδιέται στους χορούς και στις διασκεδάσεις, συνήθως με συνοδεία λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. matinada].