μαντινάδα
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
και ματινάδα, η
1. πρωινό ερωτικό τραγούδι
2. (στην Κρήτη) δίστιχο ομοιοκατάληκτο, συνήθως αυτοσχέδιο, που τραγουδιέται στους χορούς και στις διασκεδάσεις, συνήθως με συνοδεία λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. matinada].