μαχαιριά

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439

Greek Monolingual

η μαχαίρι
1. χτύπημα με μαχαίρι
2. πληγή από μαχαίρι
3. μτφ. ψυχικό πλήγμα («μαχαιριές στην καρδιά του ήταν τα λόγια της»).