μαχαιριά

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

η μαχαίρι
1. χτύπημα με μαχαίρι
2. πληγή από μαχαίρι
3. μτφ. ψυχικό πλήγμα («μαχαιριές στην καρδιά του ήταν τα λόγια της»).