μαχαιριά

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

η μαχαίρι
1. χτύπημα με μαχαίρι
2. πληγή από μαχαίρι
3. μτφ. ψυχικό πλήγμα («μαχαιριές στην καρδιά του ήταν τα λόγια της»).