μειλιχιότητα
From LSJ
ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
Greek Monolingual
η μειλίχιος
1. η ιδιότητα του μειλίχιου, πραότητα, ηπιότητα, γλυκύτητα
2. συνεκδ. ευπροσηγορία, καταδεκτικότητα, προσήνεια.
ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
η μειλίχιος
1. η ιδιότητα του μειλίχιου, πραότητα, ηπιότητα, γλυκύτητα
2. συνεκδ. ευπροσηγορία, καταδεκτικότητα, προσήνεια.