μειλιχιότητα
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
Greek Monolingual
η μειλίχιος
1. η ιδιότητα του μειλίχιου, πραότητα, ηπιότητα, γλυκύτητα
2. συνεκδ. ευπροσηγορία, καταδεκτικότητα, προσήνεια.