μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
[Seite 115] ἡ, das Lächeln, Poll. 6, 199.
μειδίασις, -εως, ἡ (Α) μειδιώμειδίαμα, χαμόγελο.