μεδούλι

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

και μεδούλλι και μελούδι, το (Μ μεδούλλι[ο]ν)
ο μυελός τών οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μεδούλλιον, υποκορ. του λατ. medulla «μεδούλι»].