μεδούλι
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
και μεδούλλι και μελούδι, το (Μ μεδούλλι[ο]ν)
ο μυελός τών οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μεδούλλιον, υποκορ. του λατ. medulla «μεδούλι»].